- ραβδώνω
- [-ώ (ο)] μετ. проводить полосы, бороздки, желобки (на чём-л.); нарезать резьбу (на чём-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραβδώνω — Ν, και μόνον το μέσ. ῥαβδοῡμαι, όομαι Α μέσ. ραβδώνομαι και ῥαβδοῡμαι, όομαι είμαι ή γίνομαι ραβδωτός, έχω ραβδώσεις νεοελλ. (το ενεργ.) ενεργώ έτσι ώστε να σχηματιστούν ραβδώσεις, αυλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος. Ο τ. ραβδόω, ῶ μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
ράβδωμα — το / ῥάβδωμα, ΝΑ νεοελλ. βιολ. κεντρικό ραβδίο τών αισθητήριων κυττάρων τού ομματιδίου στους σύνθετους οφθαλμούς τών καρκινοειδών και τών εντόμων, το οποίο σχηματίζεται από σύνολο μικροσωληναρίων και υποστηρίζει την αισθητηριακή μεταγωγή, αλλ.… … Dictionary of Greek
ράβδωση — η / ῥάβδωσις, ώσεως, η, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] μακρά και στενή εγγλυφή ή ανάγλυφη προεξοχή σε στερεά ύλη, και, ιδίως, κατακόρυφη αυλάκωση στον κορμό κίονα ή παραστάδας («ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς τοῡ κίονος ῥαβδώσεως», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
ραβδούμαι — όομαι, Α βλ. ραβδώνω … Dictionary of Greek
ραβδωτός — ή, ό / ῥαβδωτός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] 1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες») 2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτός νεοελλ. φρ. «ραβδωτό σώμα»… … Dictionary of Greek